- ἀγκυλοχήλης
- ἀγκῠλο-χήλης, ου, ὁ, (χηλή)A with crooked claws, v. l. in Batr.294, Ar.Eq.197, cf. Sch. (χείλης codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλοχήλης — ἀγκυλοχήλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτά, γαμψά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χηλή] … Dictionary of Greek
ἀγκυλοχήλης — with crooked claws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοχῆλαι — ἀγκυλοχήλης with crooked claws masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)